ὑπουρανίων

ὑπουρανίων
ὑπουράνιος
under heaven
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπουράνιος — ον, θηλ. και ία, ΜΑ αυτός που φτάνει ώς τον ουρανό, ουρανομήκης («ὑπουράνιον κλέος», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ουρανό, κάτω από το στερέωμα («ὑπουρανίων πετεηνῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπουράνιοι οι θεοί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”